Όταν κάνεις πρόγραμμα…

Όταν εσυ κάνεις «πρόγραμμα», ο Θεός απλά γελάει σαρκαστικά…

Του Γιάννη Παπαδημητρίου από το protagon

Βγήκε από την κεντρική είσοδο του Ευαγγελισμού ανέκφραστος, συγκρατημένα κατηφής. Φορούσε ένα ξεφτισμένο πράσινο καπέλο της ομάδας ράγκμπι των New York Jets για να κρύβει την καράφλα του. Κρανίου τόπος. Δυο χρόνια είχαν περάσει κι ακόμη δεν είχε συνηθίσει τη ξαφνική ερήμωση της κεφαλής. Τσαντιζόταν, εκνευριζόταν, εν ολίγοις το θεωρούσε αδικία. Διότι δεν επρόκειτο για κληρονομιά. Στο ένα χέρι κρατούσε τα τελικά αποτελέσματα των εξετάσεων, στο άλλο έπαιζε νευρικά κάτι κέρματα. Διέσχισε τη Μαρασλή για να αγοράσει καφέ. Στα πενήντα τρία του, ο κύριος Αριστείδης, δικηγόρος στο επάγγελμα, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν τον παρήγγειλε σκέτο. Διπλό ελληνικό γλυκύ σε χάρτινο ποτήρι μιας χρήσεως. Άθελά του, κοιτώντας τη βροχή να σκάει δυνατά στο δρόμο, αναπόλησε τις ασυμμάζευτες, βραδινές βόλτες με τη μηχανή που έκανε μαζί με τη γυναίκα του προ πενταετίας στο Μπρούκλιν. Εν τέλει, κι ο ίδιος μιας χρήσεως ήταν.

Οι ιατροί του έδιναν το πολύ δυο βδομάδες. Απόρησε, αισθανόταν περδίκι. Απόρησε ξανά. Μα καλά, πως σταθμίζεται το υπόλοιπο της ζωής; Ρωτάνε τα κύτταρα; Αποφάσισε να μην ενημερώσει τους πελάτες του. Δεν θα ξόδευε το χρόνο του στις υποχρεώσεις. Άλλωστε, στη δουλειά επενδύεις χρόνο για να κερδίσεις χρήματα. Αυτός δεν είχε τίποτα να προσμένει. Χωρισμένος, με δυο γιους. Ο ένας σπούδαζε αναισθησιολόγος στη Νέα Υόρκη, ο μικρότερος ήταν ασφαλιστής στην Αθήνα. Μάλιστα, του είχε φτιάξει ένα συμβόλαιο ασφάλειας ζωής, από το οποίο θα λάμβανε 160.000 ευρώ όταν θα έφτανε στα εξήντα πέντε του. Πληκτρολόγησε στο κινητό τον αριθμό του μικρού, ήταν ο μόνος που θυμόταν. «Έλα Αντώνη, θέλω να βρεθούμε. Τώρα, είναι επείγον. Ραντεβού στις δύο, στο Γκάλαξι, ξέρεις που, απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη».

Κάθισαν μπροστά από τη ξύλινη μπάρα, σαν επιβάτες τρένου. Το ουίσκι ήρθε σβέλτα. Στο χρόνο έβαλαν απουσία. Είχαν καιρό να βρεθούν, ο Αντώνης έφταιγε που έβρισκε κάτι φθηνές δικαιολογίες, του τύπου «τώρα με την κρίση δουλεύω δεκαπεντάωρα», «πήζω», «δεν προλαβαίνω», «μένουμε μακριά». Όλο κάτι τέτοιες μπούρδες τσαμπουνούσε. Τώρα, στην πρόσκληση του πατέρα του είχε ανταποκριθεί αμέσως. Ο Αριστείδης κατέβασε δυο τρεις γερές γουλιές. Μούδιασε τη γλώσσα του με το ποτό και χωρίς κωλυσιεργίες, ξεκίνησε. «Άκου να δεις μικρέ, πεθαίνω. Δε θέλω μελοδραματισμούς και συγκινήσεις, ούτως ή άλλως δεν θα σου λείψω. Ίσως σε απαλλάξω και από τις αόριστες τύψεις που νιώθεις επειδή με αποφεύγεις. Θέλω, αν δεν σου είναι δύσκολο, να μου κάνεις μία χάρη». Ο Αντώνης, με τις τύψεις ορατές πλέον στο τικ που εμφανίστηκε στο λαιμό, κοιτούσε σιωπηλός. Βουτηγμένος στη ντροπή. Σκεφτόταν πως ό,τι κι αν του ζητούσε, θα το έκανε.

«Θέλω αγόρι μου να αγοράσεις το συμβόλαιο ζωής που μου πούλησες. Εμένα η ασφαλιστική μου δίνει 50.000 ευρώ. Θα το πάρεις εσύ 65.000 και θα συνεχίσεις να πληρώνεις το αντίτιμο για τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Σύμφωνα με όσα με έβαλες να υπογράψω, στη λήξη του συμβολαίου θα πάρεις 160.000 ευρώ συν το μέρισμα, που αυτή τη στιγμή βαριέμαι να υπολογίσω. Κατάλαβες;» Ο γιός του έγνεψε καταφατικά. «Μπαμπά, τι τα θέλεις τα λεφτά;», τον ρώτησε διστακτικά. «Να μη σε νοιάζει, τόσο καιρό δεν σε ένοιαζε, τώρα που πεθαίνω σε έπιασε ο καημός; Ούτε τη μάνα σου ούτε τον άλλον τον αχαΐρευτο θέλω να ενημερώσεις. Αύριο θέλω να δω τα λεφτά στο λογαριασμό μου». Τσούγκρισε το ποτήρι, ξεδίψασε με λίγο νερό, πλήρωσε το λογαριασμό και δίχως να τον χαιρετίσει, έφυγε βιαστικά. Τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς τα ζήτησε.

Σηκώθηκε το πρωί, πήγε στην τράπεζα για την ανάληψη, κι από το Παγκράτι έφτασε με τα πόδια στο Κολωνάκι. Στη διαδρομή κατέστρωνε το σχέδιό του. Φανταζόταν να κάνει μπάτσελορ στο χάρο. Μία ημέρα, πριν λήξει η προθεσμία των δύο εβδομάδων, θα καλούσε τους παιδικούς του φίλους στη βασιλική σουίτα της Μεγάλης Βρετάνιας (10.000). Θα τους κερνούσε φαγητό και κρασί από το πανάκριβο κελάρι του ξενοδοχείου (5.000). Όσο έτρωγαν, θα άκουγαν ζωντανά την αγαπημένη τους Νατάσα Θεοδωρίδου (15.000). Έπειτα, θα καλούσε είκοσι βίζιτες (20.000) και θα της άφηνε να κυκλοφορούν γυμνές, επιτρέποντας στους αληθινούς συντρόφους της ζωής του να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Του έμεναν υπόλοιπο δέκα πέντε χιλιάρικα. Τελικώς, και με τα πενήντα κομπλέ ήταν. Τη στιγμή που αναλογιζόταν την πληρότητά του, ευτυχισμένος έστριψε αριστερά στην Ηρώδου Αττικού. Πάτησε ένα νεράντζι, παραπάτησε και παραλίγο να πέσει στο δρόμο. Ταράχτηκε, έπαθε ανακοπή, σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Νεκρός με τσέπες γεμάτες για μια νύχτα.

Καρκίνος ή νεράτζι; Και τα δύο, φόβος!
Jane

Αφήστε μια απάντηση