Again & Again with my friends

Δε στο κρύβω, μου έλειψες πολύ. Πέρασαν πολλοί μήνες, να βγούμε να τα π(ι)ούμε. Βέβαια επικοινωνούμε, σα να μη πέρασε μια μέρα. Κολλήσαμε τα χέρια, ανταλλάξαμε τη «λαδίλα» από τα παιδάκια. Ορκιστήκαμε οτι θα τη σκοτώσουμε, ήπιαμε κουπάκια-μαστίχα σε ποτήρια κολυμπήθρας (γούστο της γιαγιάς), ποιός είναι ο καπαμαρού (;), καίμε το στύλο της ΔΕΗ που μας υπερχρεώνει. Διακανονισμός, με το «έτσι θέλω». Γρύφοι μεταξύ συμπάθειας, ειρωνείας, εγωισμού, ανασφάλειας ή ενδιαφέροντος. Κέρδισα ένα Like, χάρη σε σένα.

Όταν σε κάνω περίφανη, νιώθω υπέροχα. Γιατί ένα γάντι μπορεί να κάνει πολλά, ειδικά όταν είναι φούρνου. Πιες μια μπύρα, ύψωσε το ποτήρι ως τα μάτια «Να σκάσουν οι οχτροί μας». Όλα να μοιάζουν με «κόκκινα μπαλόνια», με off playlist, δυνατό ντούς, αμέτρητο φαί, μετά τσουρέκι κάστανο (15euro κρίση λέει μετά). Στον Κωστή πεταγόμαστε για χορό, στον Πυροσβεστήρα πολύ παράπονο, στους Locomondo αγαπάμε Μάρκο. Αγκαλιά και φιλί για αύριο. Για τις βροχές που θα έρθουν, στο κέντρο της πρωτεύουσας που διασχίζουμε και μας χωρίζει (ή μας ενώνει;). Ξέχασα η εξοχή πλερώνεται, φίλη μου. Εμείς και τα πεύκα, σ’ αυτή τη πόλη. Οι ψιχάλες, το Ν στο Suzuki, ο ψήστης με τη μα(σ)χαίρα, τα νόμπελ κρυμμένα στο τεφτέρι του Δ, ένας διακόπτης σπασμένος και νυσταγμένος παράλληλα.

Ο Άλκης σου με τρομάζει, αλλά είναι Ο υπερτροφικός γάτος της πόλης (το λές και συμπάθεια). Πέτα ένα παστίτσιο στο φούρνο, μετά μπαρότσαρκα, αργά ταξί. Χάνω την πυξίδα μου, μετά τα σφηνάκια. Τα Εξάρχεια με το Κολωνάκι χωρίζονται μ’ έναν δρόμο, σωστά οχι από τα ψώνια ή τα φράγκα. Η Ασκληπιού με κοιμίζει στο πίσω κάθισμα, περνάω στο τιμόνι, με φοβάμαι όταν δε προβληματίζομαι. Το βλέπεις άλλωστε. Μια στις τόσες κοιτάω το κινητό, κάνεις πώς δε το βλέπεις. Πονηριές στη παλιά; «Πόσο καιρό έχεις να γελάσεις;», με παγώνει η ερώτηση, όσο εσένα η μνήμη μου. Καθένας με τις αναφορές του, είπε κάποτε ο Δημόπουλος.

Όταν η Κατερίνα έγινε Ζωή,
Jane

One Comment

  1. Ω θεουλη, τι ωραιο δωρο για βραδυ καθαρας δευτερας. Λεμονια στη γειτονια μαστιχακι μου κολυμπιθρεξ, αχ.

Αφήστε μια απάντηση