Η πόλη των αστέγων

Περπατώ στη πλατεία Συντάγματος. Λίγο πρίν το φανάρι, που σου δίνει το πράσινο φώς για να περπατήσεις την Ερμού, κάθεται ένας κύριος (δεν έχω δει φανάρι στην πρωτεύουσα με πρισσότερο κόσμο). Άστεγος. Έχει διπλωθεί στα δύο, πάνω στα λευκά μάρμαρα, που ο Δήμος γυαλίζει κάθε βράδυ. Μπροστά στα πόδια του ένα μικρό κυπελάκι. Δεν μιλάει, μόνο περιμένει από τους περαστικούς, μια μικρή συνεισφορά.

Τον πλησιάζουν δύο παιδιά, μια κοπέλα και ένα αγόρι, γύρω στα 24 τους χρόνια, ντυμένα με μπλε στολή. Τα διακριτικά στα μανίκια τους λένε «Police». Τον προειδοποιούν να φύγει από εκεί. «Μην κάθεσαι κοντά στο φανάρι». Είμαι έτοιμη να τους πω «Ξεχάσατε το σε παρακαλώ & τον πληθυντικό ευγενείας.» Σκέφτομαι όμως ότι πάνω απ’ όλα ξέχασαν πως είναι άνθρωποι. Μακάρι η δική τους ζωή να μην χαλάσει τη μόστρα καμιάς πλατείας, να μην καταλήξει σε κανένα καλογυαλισμένο μάρμαρο με ρούχα κουρέλια.

Μετά από λίγα λεπτά θυμήθηκα τον Σωτήρη. Άστεγος στην Αθήνα, συχνάζει στον ξενώνα Αστέγων στο Γκάζι, οδηγός του φορτηγού που σαρώνει την πόλη και μαζεύει χαρτί, για ανακύκλωση. Την πρώτη φορά που τον γνώρισα με κέρασε σοκοφρέτα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Με γύρισε στα χρόνια του δημοτικού. Τότε που ο παππούς μου, έκανε στάση στο περίπτερο για να μου αγοράσει σοκολάτα. Ποτέ δεν είχα αδυναμία στα γλυκά, απλά μου άρεσε η κίνηση προσφοράς & προστασίας. Μου έχει λείψει αυτό, δεν το κρύβω.

Στεναχωριέμαι όταν περνάω από την Κοραή, τη Σίνα, την Κολοκοτρώνη και συναντάω χαρτόκουτα, παλιές κουβέρτες. Μόνο η στεναχώρια δε φτάνει. Συχνά μου θυμώνω. Φταίω για αυτό. Έτσι νιώθω. Κάποια στιγμή ένιωσα στιγμιαία ανακούφιση με το εξής περιστατικό.

Ανεβαίνω τη Κηφισίας με ταξί. Στο ύψος του κόμβου με την Αττική Οδό, συναντώ ένα Πακιστανούλη, που πουλάει κουλούρια Θεσσαλονίκης. Φοράει πλαστικό γάντι στο δεξί του χέρι. Διασχίζει τα αυτοκίνητα που έχουν σταματήσει στο φανάρι. Προσφέρει κουλούρια με αντίτιμο ένα πενηντάλεπτο. Μου λέει ο ταξιτζής «Ποιός αγοράζει κουλούρια από αυτόν;». «Γιατί οχι; Τι διαφορά έχει από τον κουλουρτζή στην Ομόνοια ή στο Σύνταγμα», του απαντώ. «Καθαρά για ψυχολογικούς λόγους, το λέω». Αρχίζω να κοκκινίζω, οχι από ντροπή. Από θυμό. Με όση ψυχραιμία διαθέτω του λέω «Σωστά, εκείνος είναι μόνο να καθαρίζει παμπρίζ. Μάλλον στο μάθημα επαγγελματικός προσανατολισμός απουσίαζε». Μια παγωμένη σιωπή επικράτησε μέσα στο κίτρινο αυτοκίνητο, εκείνη τη στιγμή. Ένιωσα όμορφα που υπερασπίστηκα κάποιον «αδύναμο». Ας μην παρεξηγηθεί η λέξη «αδύναμος». Εννοώ άνθρωπο χωρίς πατρίδα, δουλειά, αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Διότι, στα μάτια μου είναι πιο δυνατός από κάθε άλλον. Αντιμετωπίζει κάθε πρωί τις δυσκολίες του με χαμόγελο και προσφέρει ότι και όσο μπορεί.

Όλοι είμαστε εν δυνάμει άστεγοι,
Jane

Αφήστε μια απάντηση