Μικρές Ιστορίες

Τα παρακάτω λόγια βρέθηκαν γραμμένα σε ένα σημειωματάριο, τα δανείζομαι, τα «πλαγιάζω» και σας τα παρουσιάζω…

Ήταν Άνοιξη. Ο Απρίλιος του θύμιζε Πάσχα και σε εκείνη πάντα αλλεργίες. Τυχαία συναντήθηκαν, μετά από τρία χρόνια. Στους Διόσκουρους πίνανε μπύρες και μιλούσαν για μεταπτυχιακά και ιστορίες από τη σχολή. Τότε τον πρωτογνώρισε. Με θάρρος και θράσσος, τον ρώτησε γιατί ο υπολογιστής της κρασάρει. Εκείνος απάντησε με ύφος επιστήμονα «Κάνε format». Ήθελε να την αποφύγει, τα κατάφερε. Εκείνη τον θεώρησε σνόμπ και ψώνιο. Τώρα καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι, μιλούν ασταμάτητα και ο ένας καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου. Αναρωτιούνται γιατί αφήσανε τα χρόνια να σταθούν σε ένα format.

Η ώρα πέρασε, ήρθε το βράδυ και ήπιαν μέχρι το ξημέρωμα. Εκείνη φορούσε ένα σκισμένο τζιν. Κοιτώντας την αδιάκριτα, της ψυθίρησε ότι θα ήθελε να ήταν έστω μια τρύπα στο τζίν της. Εκείνη χαμογέλασε. «Καλύτερα να έβαζα ένα μπάλωμα, παρά να προσθέσω άλλη μια τρύπα». Τα μάτια του πέταξαν σπίθες. Μετά από λίγους μήνες οι σπίθες έγιναν κάρβουνα. Τον συναντούσε κάθε απόγευμα κάπου στο Πανεπιστήμειο. Θερινά σινεμα, ουζάκια στη Μορφή, live στο Κλάξον και βόλτες στο Καβούρι. Καλοκαιράκι στη Σύρο, αγκαλιές στην καυτή άμμο, μετά παγωτό στα στενά της Ερμούπολης και ποτά στη Μιαούλη.

Ξαφνικά φθινόπωρο. Κρύωσε ο καιρός και εκείνος μαζί. Πάντα απέφευγε τις παρέες της, τις μουσικές της, τα βιβλία της. Το μόνο που τον μάγευε ήταν η φωνή της. Με βραχνάδα, πάθος και σπάσιμο στην τελευταία νότα. Οι νότες φτιάχνουν μελωδίες, όμως η μνήμη δύσκολα τις συγκρατεί. Εκείνος με μνήμη χρυσόψαρου, έκανε τη γυάλα να σπάσει και το μέλι των πρώτων μηνών να πάρει μια γεύση στυφή.

Κάποιο απόγευμα, αποφάσισε οτι τα γλυκά της δημιουργούν λυγούρα. Από τότε αυτοσαρκάζεται χωρίς αναστολές, φλερτάρει πάντα για πλάκα και στα σοβαρά σπινιάρει για αλλαγή πορείας. Σε αυτή την αλλαγή πορείας χρωστάει τις νέες φιλίες, τα πεταχτά φιλιά σε στιγμιαίους ήρωες και τα αλκοολικά στιχάκια της νύχτας. Μόνοι περπατούν σε παράλληλα μονοπότια, με μικρά περάσματα από τους Διόσκουρους.

Και ζούνε αυτοί καλά και εμείς χειρότερα,
Jane

Αφήστε μια απάντηση